Η σφραγίδα Apostille (προφέρεται «ah-po-steel») είναι μια γαλλική λέξη που σημαίνει πιστοποίηση. Η Apostille είναι η σφραγίδα, όπου ένας κυβερνητικός φορέας πιστοποιεί τη γνησιότητα των δημόσιων εγγράφων, προκειμένου να γίνoνται αποδεκτά από ένα δεύτερο ξένο κράτος, σύμφωνα με τους όρους που θεσπίσθηκαν το 1961. Εάν ένα έγγραφο έχει τη σφραγίδα APOSTILLE, τότε μπορεί να χρησιμοποιείθεί νόμιμα σε άλλο κράτος μέλος, εφόσον έχει υπογραφές και σφραγίδες του Κράτους και το έγγραφο είναι γνήσιο.
Το Apostille επισυνάπτεται στο πρωτότυπο έγγραφο για να βεβαιωσεί ότι είναι νόμιμο και αυθεντικό, ώστε να γίνει δεκτό σε μια από τις άλλες χώρες που είναι μέλη της Σύμβασης Apostille της Χάγης. Η διαδικασία αυτή γίνεται πριν από την μετάφραση του εγγράφου στην νέα γλώσσα. Το 1961, πολλές χώρες ενώθηκαν για να δημιουργήσουν μια απλοποιημένη μέθοδο «νομιμοποίησης» εγγράφων για καθολική αναγνώριση. Τα μέλη της διάσκεψης, που αναφέρονται στην Σύμβαση της Χάγης, ενέκριναν ένα έγγραφο που αναφέρεται ως Apostille, το οποίο θα αναγνωρίζεται από όλα τα κράτη μέλη.